- χουζούρεμα
- tembellik, keyif, dinlenme
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
χουζούρεμα — το ατος (λ. τουρκ.) 1. ανάπαυση, τεμπελίκι: Του αρέσει το χουζούρεμα. 2. νωθρότητα, αδράνεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χουζούρεμα — το, Ν [χουζουρεύω] χουζούρι … Dictionary of Greek
χουζούρι — το (λ. τουρκ.), βλ. χουζούρεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)